- σκαλεύω
- ΝΜΑανακινώ κάτι χρησιμοποιώντας εργαλείο ή με τα χέρια μου, ξύνω, σκαλίζω («σκαλεύειν τὰ ὦτα», Αριστοτ.)νεοελλ.μτφ. επιδιώκω να εξιχνιάσω κάτιαρχ.1. ανασκαλεύω τη φωτιά («σκαλεύοντ' ἄνθρακας», Αριστοφ.)2. (ιδίως για όρνιθες) ανασκάπτω ελαφρώς3. παροιμ. φρ. α) «πῡρ μαχαίρα μὴ σκαλεύειν» — μην ερεθίζεις άνθρωπο που είναι ήδη οργισμένος, κν. μην ρίχνεις λάδι στη φωτιά (Αριστοτ.)β) «αἰγὸς τρόπον μάχαιραν ἐσκάλευσά [μοι]» — έσυρα το όπλο με το οποίο θα θανατωθώ (Κωμ. Αδέσπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκαλ- τού σκάλλω* + ρηματ. κατάλ. -εύω].
Dictionary of Greek. 2013.